Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φύλλα ἄνεμος χαμάδις χέει

См. также в других словарях:

  • χαμάδις — και δωρ. τ. χαμάνδις Α επίρρ. (επικ. τ.) στο έδαφος, στη γη, χάμω («φύλλα τὰ μὲν τ ἄνεμος χαμάδις χέει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. άδις (πρβλ. κρυφ άδις, μιγ άδις)] …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»